ζω(ο)-

ζω(ο)-
(I)
(AM ζω[ο]-)
α' συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β' συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω»)
β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο)- (Ι) είναι τ. στον οποίο εμφανίζεται ως α' συνθετικό τό επιθ. ζωός «ζωντανός» ή το ρ. ζω, ενώ στη Νέα Ελληνική το ουσ. ζωή. Τα συνθ. με ζω(ο)- (Ι) είναι: ζωαρκής, ζωαρχικός, ζωογόνος, ζωοδότης, ζωοδόχος, ζωοποιός, ζωοφόρος, ζώπυρος
αρχ.
ζωαλκής, ζωάρχιος, ζωγονώ, ζωθάλμιος, ζωθαλπής, ζωθήκη, ζωοδοτήρ, ζωοθαλπώ, ζωοθετώ, ζωοπλάσσω, ζωόπυρος, ζωόσοφος, ζωοτόκος, ζωοτρόφος, ζωοτύπος, ζωοφθορά, ζωοφθορία, ζωόφυτος, ζωπονώ, ζωπυρίς, ζωρύα
μσν.
ζωαρχία, ζώθαπτος, ζωοδόνος, ζωόδωρος, ζωόκαυστος, ζωοκοίμητος, ζωομύριστος, ζωοπλαστία, ζωοσταγής
μσν.- νεοελλ.
ζωοπάροχος, ζωοτροφή
νεοελλ.
ζωαμίνες, ζωονόμος].
————————
(II)
(AM ζῳ[ο]-)
α' συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β' συνθετικό αναφέρεται στα ζώα ή έχει σχέση με τα ζώα («ζωολατρία», «ζωολογία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. ζω(ο)- (ΙΙ) είναι τ. στον οποίο εμφανίζεται ως α' συνθετικό το ουσ. ζώο. Εντούτοις σε αρκετά από τα αρχ. συνθ. δεν μαρτυρείται η υπογεγραμμένη. Τα συνθ. με ζω(ο)- (ΙΙ) είναι: ζωγράφος, ζωογενής, ζωογλύφος, ζωογράφος, ζωοκτόνος, ζωόμορφος, ζωοτόκος, ζωοτρόφος, ζωοφάγος, ζωοφόρος, ζωόφυτο
αρχ.
ζωαγρία, ζώαρχος, ζωοθηρία, ζωοθυσία, ζωοθυτοκαρδιηπατοσκόπος, ζωοθύτης, ζωοκέφαλος, ζωόνυχον, ζωοπλάστης, ζωοπώλης, ζωόπωλις, ζωοτύπος, ζωόφθαλμον, ζωοφθορά, ζωοφθορία
αρχ.-μσν.
ζωοφθόρος
μσν.
ζωοθρέμμων, ζωονοσία, ζωοπισκιδία, ζωοστάσιον, ζωωνυμία
μσν.- νεοελλ.
ζωοειδής
νεοελλ.
ζωαγορά, ζωάμαξα, ζωανθρωπία, ζωάνθρωπος, ζωέμπορος, ζωόβιο, ζωοβιολογία, ζωογενικός, ζωογεωγραφία, ζωογεωγραφικός, ζωόγλοια, ζωογραφικός, ζωοθεϊσμός, ζωοθεραπεία, ζωοθεραπευτικός, ζωοίκιο, ζωοκηκίδα, ζωοκλέπτης, ζωοκλοπή, ζωοκλόπος, ζωόκολλα, ζωοκόμος, ζωολάτρης, ζωολατρία, ζωόλιθος, ζωολογία, ζωολογικός, ζωολόγος, ζωομορφισμός, ζωονοσολογία, ζωοπαθολογία, ζωοπαθολογικός, ζωοπαιδεία, ζωοπανήγυρη, ζωοπαράσιτα, ζωοσποριάγγειο, ζωοσπόριο, ζωοταριχεία, ζωοταριχευτής, ζωοταριχευτικός, ζωοτέχνης, ζωοτεχνία, ζωοτεχνικός, ζωοτομία, ζωοτόμος, ζωοτομίνες, ζωοτροφή, ζωοφιλία, ζωόφιλος, ζωοφοβία, ζωοφορικός, ζωοφυσική, ζωοφυτικός, ζωοχλωρέλλα, ζωόχωρος, ζωοψία, ζωοψυχολόγος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”